- κρυσταλλουργείο
- τοεργαστήριο επεξεργασίας κρυστάλλων και κατασκευής κρυστάλλινων ειδών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυσταλλουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρυσταλλοποιείο — το κρυσταλλουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλο + ποιείο (< ποιός < ποιῶ). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek